ώχοντα!

ώχοντα!
ώχου! см. ωχ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ώχοντα!" в других словарях:

  • ώχοντα — Ν επιφών. (διαλ. τ.) βλ. ωχ …   Dictionary of Greek

  • ωχ — ὤχ, ΝΜ, και οχ (Ι) και ώχου και ώχοντα Ν επιφών. νεοελλ. δηλώνει: 1. πόνο, δυσφορία («ωχ, το κεφάλι μου!») 2. λύπη («ωχ, παιδί μου!») 3. αδιαφορία («ωχ, αδελφέ!») 4. αγανάκτηση («ωχ, πια!») μσν. μαγική επιφώνηση που προφύλασσε δήθεν από τους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»